Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Το παγκάκι που βρυχάται


Το παγκάκι που βρυχάται

Λιγόστεψαν τα παγκάκια για τους ερωτευμένους και τους ονειροπόλους ποιητές σε αυτή την πόλη. Δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν οι στίχοι και οι όρκοι της αιώνιας αγάπης. Κάποιοι ανεμοδαρμένοι απαγκιάζουν πλέον στα παγκάκια μας. Απόκληροι και άστεγοι, πένητες και φυγάδες κατέλαβαν τις θέσεις στάθμευσης των μοσχαναθρεμμένων οπισθίων μας. Εκεί που κάποτε χαράζαμε καρδιές κι ονόματα, τώρα κάποιος ανέστιος κοιμάται. Εκεί που κάποτε ανταμώναμε τον έρωτα, τώρα κάποιος την πείνα και την φτώχεια βάζει τις νύχτες προσκεφάλι. Κάποιος θα ξαποσταίνει τις άδειες ώρες του μέσα στις μικρές αγγελίες και στα "ζητείται". Κάποιος θα δραπετεύει από τα είκοσι υπόγεια τετραγωνικά της Καλλιφρονά για λίγο ανοιξιάτικο φως. 

Κατειλημμένα τα παγκάκια μας από περιττές υπάρξεις, που κάθε φορά που σηκώνονται αφήνουν πίσω τους και μια ενοχλητική ιστορία για να καθίσει επάνω της ο επόμενος. Μια ιστορία γεμάτη αγκάθια που τσιμπάνε και ματώνουν σε ένα παγκάκι που βρυχάται.

Εκεί, κάτσε και μάτωσε. Όχι με τα οπίσθια όμως. Κάτσε με το μυαλό σου. Στριμώξου πάνω στους εφιάλτες του προηγούμενου και αφουγκράσου αυτά που άφησε φεύγοντας. Πάρε τον βρυχηθμό του και κάνε τον στίχο. Χάραξέ τον με τον σουγιά της γλώσσας σου πάνω στο παγκάκι για να τον βρει ο επόμενος. Κι εγώ σε αυτή την ποίηση θα υποκλιθώ και όχι στα βραβεία σου. Εκεί θέλω τους στίχους σου. Να λερωθείς και να ματώσεις σε ένα παγκάκι που βρυχάται.

«Καταριέμαι την ποίηση που περνά τον εαυτό της για πολυτέλεια, πολιτιστικό στολίδι των ουδέτερων εκείνων που νίπτουν τα χέρια τους και απέχουν για να ξεφύγουν. Καταριέμαι την ποίηση εκείνων που δε συμμετέχουν μέχρι να βρωμίσουν ολάκεροι».

Γκαμπριέλ Θελάγια


Λιγόστεψαν τα παγκάκια για τους ερωτευμένους και τους ονειροπόλους ποιητές σε αυτή την πόλη. Δεν βρίσκουν τόπο να σταθούν οι στίχοι και οι όρκοι της αιώνιας αγάπης. Κάποιοι ανεμοδαρμένοι απαγκιάζουν πλέον στα παγκάκια μας. Απόκληροι και άστεγοι, πένητες και φυγάδες κατέλαβαν τις θέσεις στάθμευσης των μοσχαναθρεμμένων οπισθίων μας. Εκεί που κάποτε χαράζαμε καρδιές κι ονόματα, τώρα κάποιος ανέστιος κοιμάται. Εκεί που κάποτε ανταμώναμε τον έρωτα, τώρα κάποιος την πείνα και την φτώχεια βάζει τις νύχτες προσκεφάλι. Κάποιος θα ξαποσταίνει τις άδειες ώρες του μέσα στις μικρές αγγελίες και στα "ζητείται". Κάποιος θα δραπετεύει από τα είκοσι υπόγεια τετραγωνικά της Καλλιφρονά για λίγο ανοιξιάτικο φως.

Κατειλημμένα τα παγκάκια μας από περιττές υπάρξεις, που κάθε φορά που σηκώνονται αφήνουν πίσω τους και μια ενοχλητική ιστορία για να καθίσει επάνω της ο επόμενος. Μια ιστορία γεμάτη αγκάθια που τσιμπάνε και ματώνουν σε ένα παγκάκι που βρυχάται.

Εκεί, κάτσε και μάτωσε. Όχι με τα οπίσθια όμως. Κάτσε με το μυαλό σου. Στριμώξου πάνω στους εφιάλτες του προηγούμενου και αφουγκράσου αυτά που άφησε φεύγοντας. Πάρε τον βρυχηθμό του και κάνε τον στίχο. Χάραξέ τον με τον σουγιά της γλώσσας σου πάνω στο παγκάκι για να τον βρει ο επόμενος. Κι εγώ σε αυτή την ποίηση θα υποκλιθώ και όχι στα βραβεία σου. Εκεί θέλω τους στίχους σου. Να λερωθείς και να ματώσεις σε ένα παγκάκι που βρυχάται.


Πέτρος Κατσάκος

«Καταριέμαι την ποίηση που περνά τον εαυτό της για πολυτέλεια, πολιτιστικό στολίδι των ουδέτερων εκείνων που νίπτουν τα χέρια τους και απέχουν για να ξεφύγουν.
Καταριέμαι την ποίηση εκείνων που δε συμμετέχουν μέχρι να βρωμίσουν ολάκεροι».

Γκαμπριέλ Θελάγια


Πηγή:  avgi.gr



  

Δανεισμένο από τον τοίχο της φίλης Σοφίας

1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...